- ντίβα
- η1. (ειδ.) διάσημη τραγουδίστρια2. (γενικά) διάσημη καλλιτέχνιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. diva «θεά» < λατ. diva «θεά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γκάρμπο, Γκρέτα — (Greta Garbo, Στοκχόλμη 1905 – Νέα Υόρκη 1990). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Σουηδέζας ηθοποιού του κινηματογράφου Γκρέτα Γκούσταφσον (Greta Gustafsson).Εργάστηκε αρχικά σε κομμωτήριο και έπειτα ως μαθητευόμενη στα μεγάλα καταστήματα PUB, όπου της… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μπενέξ, Ζαν Ζακ — (Jean Jacques Beineix, Παρίσι 1946 –). Γάλλος σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους ταλαντούχους δημιουργούς της γενιάς του τράβηξε τα βλέμματα με την πρώτη του κιόλας παρουσία όταν η ταινία του Ντίβα (1982)… … Dictionary of Greek